- κοπετόν
- κοπετόςnoisemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] … Dictionary of Greek